- συμφεροντολόγος
- οθηλ. -α αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμφεροντολόγος — ο, θηλ. συμφεροντολόγα, Ν αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, ιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρον, οντος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συμφεροντολογία — η, Ν το να είναι κανείς συμφεροντολόγος, ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφεροντολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συμφεροντολογώ — έω, Ν [συμφεροντολόγος] είμαι συμφεροντολόγος, ενεργώ συμφεροντολογικά … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… … Dictionary of Greek
ιδιοτελής — ές αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος. επίρρ... ιδιοτελώς συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής, λυσι τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην … Dictionary of Greek
ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
κατσούτσης — ο 1. σκωπτική προσωνυμία τών Αλβανών 2. ο πολύ συμφεροντολόγος … Dictionary of Greek
κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] … Dictionary of Greek
συμφεροντολογικός — ή, ό, Ν [συμφεροντολόγος] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον συμφεροντολόγο. επίρρ... συμφεροντολογικά με τον τρόπο που ταιριάζει στον συμφεροντολόγο, με επιδίωξη μόνο τού προσωπικού συμφέροντος … Dictionary of Greek